Η σύνθεση θεωρίας και πρακτικής έρευνας: η ιστορική έρευνα ως εφαλτήριο για την πρακτική εφαρμογή στο πεδίο των Καλών Τεχνών


Δημοσιευμένα: Ιουν 9, 2016
Λάζαρος Κ. Κωνσταντινίδης
Περίληψη

Σε ερευνητικό επίπεδο συχνά γίνεται διάκριση μεταξύ θεωρίας και εφαρμογής σε αυτό που ονομάζουμε τέχνη. Με τον διαχωρισμό που γίνεται μεταξύ θεωρίας, υπό τη έννοια του ‘κειμένου’, αφενός και εφαρμογής, υπό τη έννοια της ‘εικόνας – του εικαστικού έργου’, αφετέρου αφήνεται να εννοηθεί ότι η πνευματική δραστηριότητα συναντάται στην πρώτη και όχι στη δεύτερη. Ο Ricoeur δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ ‘κειμένου’ και ‘εικονικού-εικαστικού έργου’.

Στη παρούσα εργασία εξετάζεται εάν και κατά πόσο η ιστορική έρευνα μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για την έρευνα. Αναμένεται ότι το κείμενο που θα συνοδεύει την εικαστική μορφή θα μπορούσε να περιγράφει την δημιουργική εξέλιξη της σκέψης που συσχετίζεται με την ενσωμάτωση των γνώσεων. Αυτό, ίσως, ακολούθως ωθήσει τα όρια ενός συγκεκριμένου πεδίου της έρευνας και της μεθοδολογίας στο σημείο ότι η θεωρία είναι αδιαχώριστη από την πρακτική εφαρμογή και ότι η θεωρία προέρχεται από την πρακτική και τροποποιείται από περαιτέρω πρακτική. Τόσο το κείμενο όσο η εικαστική μορφή είναι εκφάνσεις του λόγου. Ο λόγος είναι διφυής και διακρίνεται σε λογικότητα και λέξη ή σχήμα – δηλ. σε μορφή. Αυτό που επιχειρούν τόσο οι συγγραφείς όσο και οι εικαστικοί καλλιτέχνες είναι να διατυπώσουν νοήματα στο ‘έργο’ τους, νοήματα τα οποία το κοινό προσπαθεί να διαβάσει-να ανακαλύψει.

Συμπερασματικά, το πρόβλημα της κατανόησης του νοήματος ενός ‘κειμένου’ και της γνωστικής αξίας που αυτό μπορεί να εμπεριέχει, ισχύει στο ίδιο βαθμό για όλα τα παράγωγα προϊόντα του λόγου. Οι διαφορετικές μορφές, μέσω των οποίων διατυπώνουμε κάτι, συνεισφέρουν όλες από κοινού σε μία ενιαία κατανόηση, που καμία από αυτές από μόνη της δεν θα μπορούσε να μας μεταδώσει.

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα